- φηλητεύω
- Α(ποιητ. τ.) βλ. φιλητευω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φηλητεύσειν — φηλητεύω fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητεύω — και ποιητ. τ. φηλητεύω Α [φιλήτης / φηλήτης] απατώ, εξαπατώ … Dictionary of Greek